φιλοσοφήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφιλοσοφήσω
- α΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου ενεργητικής φωνής του φιλοσοφώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλοσοφώ
- θα φιλοσοφήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλοσοφώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφιλοσοφήσω
- α΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου (ἐφιλοσόφησα) του φιλοσοφέω / φιλοσοφῶ
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα του φιλοσοφέω / φιλοσοφῶ