φατός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφᾰτός, -ή, -όν
- αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, για αυτόν που μιλάμε
Συγγενικά
επεξεργασίαόπως
- ἄφατος
- Λέξεις -φατος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- φατός < μεταπτωτική ρίζα φᾰ- (πέφαμαι, παρακείμενος του *φένω (→ δείτε και τη λέξη θείνω) + -τός*φένω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαφᾰτός, -ή, -όν
- ο τεθνεώς, ο νεκρός, αυτός που σκοτώθηκε
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φατός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φατός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.