Ετυμολογία

επεξεργασία
θείνω (θέν-j-ω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰen- (συγγενές με λατινικά offendō, σανσκριτικά हन्ति (hánti) κ.ά.)

θείνω, παθητικό: θείνομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία