φατριακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφατριακά < φατριακός
Επίρρημα
επεξεργασίαφατριακά
- που λειτουργεί με βάση τις φατρίες, διαχωριστικά, όχι ενωτικά κατά μία έννοια ξαθ όχι αξιοκρατικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία φατριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφατριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φατριακό