Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασόλια < πληθυντικός αριθμός του φασόλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. το φαγητό με χλωρά φασόλια· φασολάκια
  2. η σούπα με ξερά φασόλια· φασολάδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φασόλια