υφαντά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαυφαντά
Μεταφράσεις
επεξεργασία υφαντά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυφαντά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υφαντός
υφαντά
|
υφαντά