Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπολογιζόμενη λίστα < → δείτε τις λέξεις υπολογίζομαι και λίστα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική list comprehension

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υπολογιζόμενη λίστα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία