υπολαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπολαμβάνω < αρχαία ελληνική ὑπολαμβάνω < ὑπό + λαμβάνω
Ρήμα
επεξεργασίαυπολαμβάνω
- (αρχαιοπρεπές) εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ
- (αρχαιοπρεπές) διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπολαμβάνω
|