Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπερνικήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερνικώ
  2. θα υπερνικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερνικώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

υπερνικήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερνίκηση