υπαρξιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
υπαρξιακά < υπαρξιακός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
υπαρξιακά
- (φιλοσοφία) όσον αφορά την ύπαρξη, από υπαρξιακής πλευράς
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπαρξιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
υπαρξιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπαρξιακό