Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τυφλόν αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τυφλός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τυφλός

Δείτε επίσης επεξεργασία