τσιφ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιφ ή σιφ < (λόγιο δάνειο) αγγλική C.I.F., αρχικά των λέξεων Cost (κόστος), Insurance (ασφάλεια), Freight (ναύλα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιφ άκλιτο
- (οικονομία) εμπορικός όρος που στην τιμή του εμπορεύματος συμπεριλαμβάνονται και τα ασφάλιστρα και τα ναύλα
Αντώνυμα επεξεργασία
τσιφ
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιφ
|