Δείτε επίσης: τρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρύζω: (ηχομιμητική λέξη)

  Ρήμα επεξεργασία

τρύζω

  1. ψιθυρίζω
  2. βγάζω ήρεμος και θρηνητικό ήχο (όπως το τρυγόνι και άλλα πουλιά)
  3. τερετίζω (για τζιτζίκια)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία