Δείτε επίσης: τριπλοῦν

Ετυμολογία

επεξεργασία
τριπλούν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριπλοῦν, ουδέτερο του τριπλοῦς, συνηρημένου τύπου του τριπλόος, ουσιαστικοποιημένο σε εκφράσεις και περικοπές όπως: άλμα εις τριπλούν & τριπλούν (εννοείται: εμβόλιο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριπλούν ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) ονομασία αθλήματος του στίβου όπου ο αθλητής δικαιούται να κάνει δύο άλματα και στο τρίτο να καταλήξει στο σκάμμα
  2. (ιατρική) κοινή ονομασία του τριπλού εμβολίου για τη διφθερίτιδα, τον τέτανο και τον κοκκύτη
    άλλες μορφές: τριπλό εμβόλιο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία