Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τράι < (άμεσο δάνειο) αγγλική try

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾa.i/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τράι ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία