τουρνουά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρνουά < (άμεσο δάνειο) γαλλική tournoi < tourner < λατινική torno < tornus < αρχαία ελληνική τόρνος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρνουά ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) διαγωνισμός σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο
- τουρνουά τένις / τάβλι / σκάκι