Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεντούρα < (άμεσο δάνειο) λατινική tinctura (βάμμα - εκχύλισμα) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεντούρα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7.