τελωνειακώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελωνειακώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τελωνειακῶς (γραφή τελωνιακῶς (μαρτυρείται από το 1889)[1]). Συγχρονικά αναλύεται σε τελωνειακός + τελωνειακ(ός) + -ώς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.lo.ni.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λω‐νει‐α‐κώς
- ομόηχο: τελωνειακός
Επίρρημα
επεξεργασίατελωνειακώς
- (λόγιο, επίσημο) τελωνειακά, μέσω τελωνείου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τελωνειακώς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 985, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- τελωνειακώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)