Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελωνειακώς ελεύθερο < τελωνειακώς + ελεύθερο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

τελωνειακώς ελεύθερο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία