τελωνειακώς ελεύθερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τελωνειακώς ελεύθερο < τελωνειακώς + ελεύθερο
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
τελωνειακώς ελεύθερο ουδέτερο
- (επίσημο) αντικείμενο ή εμπόρευμα στο οποίο δεν επιβάλλονται δασμοί ή φόροι και τέλη εκτελωνισμού κατά τη διακίνησή του μεταξύ χωρών
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελωνειακώς ελεύθερο
|