Ετυμολογία

επεξεργασία
τελωνειακώς ελεύθερο < τελωνειακώς + ελεύθερο

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

τελωνειακώς ελεύθερο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία