ταρβέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταρβέω < τάρβος (= φόβος)
Ρήμα
επεξεργασίαταρβέω - ταρβῶ (συνηρημένο)
- (αμετάβατο) ανησυχώ, φοβάμαι, τρομάζω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 593
- ταρβῶ γάρ, ὦναξ. ΑΙ. οὐ ξυνέρξεθ᾽ ὡς τάχος;
- ΤΕ. Γιατί με πιάνει τρόμος, κύριέ μου. ΑΙ. Τραβάτε τώρα μέσα, γρήγορα κλειστείτε.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ταρβῶ γάρ, ὦναξ. ΑΙ. οὐ ξυνέρξεθ᾽ ὡς τάχος;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 545
- αἶρ᾽ αὐτόν, αἶρε δεῦρο· ταρβήσει γὰρ οὔ,
- Φέρ᾽ τον εδώ, να τον κρατήσω εγώ. Δεν θα τρομάξει
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- αἶρ᾽ αὐτόν, αἶρε δεῦρο· ταρβήσει γὰρ οὔ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 593
- (+ αιτιατική) φοβάμαι κάτι/κάποιον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 391 (στίχοι 389-391)
- «ἆ δείλ᾽, ἦ τάχα τοι τελέω κακόν, οἷ᾽ ἀγορεύεις | θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ | ταρβεῖς·.
- «Άτιμε, θα μου το πληρώσεις τούτο το κακό, όσα ξεστόμισες | με θράσος μπροστά σε τόσους άντρες, και δεν φοβήθηκες | τίποτε και κανένα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «ἆ δείλ᾽, ἦ τάχα τοι τελέω κακόν, οἷ᾽ ἀγορεύεις | θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ | ταρβεῖς·.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 391 (στίχοι 389-391)
- στέκομαι με δέος, σέβομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι:
- επικός τύπος : παρατ. τάρβεσκον
- ταρβήσας: μετοχή αορ. ενεργητικής φωνής
- τεταρβηκὼς: μετοχή παρακ. ενεργητικής φωνής
Σημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα ταρβέω απαντάται σε όλους τους χρόνους, αναφέρεται από τον Διόδωρο Σικελιώτη (1, 36)
Πηγές
επεξεργασία- ταρβέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταρβέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.