σώπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασώπα
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σωπαίνω
- (ειδικότερα) μη μου το λες!
- δηλώνει δυσπιστία
- δηλώνει ειρωνεία (στο γραπτό λόγο συνύθως ακολουθείται από θαυμαστικό (!) ή/και αποσιωπητικά (…)
- άλλη μορφή: τσώπα
Μεταφράσεις
επεξεργασία για την έκφραση
|