σόκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σόκα < σοκάρω (ναυτικός όρος)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασόκα
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος σοκάρω
- (ναυτικός όρος) {παράγγελμα): αγάντα αργά, κράτα αργά, κάποιο αντικείμενο, όπως κάβο, συρματόσχοινο, αλυσίδα.
- ⮡ σόκα τον κάβο, (άφηνε τον κάβο αργά)
- (ναυτικός όρος) {παράγγελμα): αγάντα αργά, κράτα αργά, κάποιο αντικείμενο, όπως κάβο, συρματόσχοινο, αλυσίδα.