Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σόκα < σοκάρω (ναυτικός όρος)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σόκα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία