συμπερασματικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπερασματικά < συμπερασματικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασυμπερασματικά
- συνεπώς, ως συμπέρασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπερασματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυμπερασματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συμπερασματικός