συλλήβδην
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συλλήβδην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλλήβδην[1] < συλλαμβάνω +-δην
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈliv.ðin/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λή‐βδην
Επίρρημα επεξεργασία
συλλήβδην τροπικό
- (λόγιο) εξ ολοκλήρου, γενικά, χωρίς καμιά εξαίρεση
Σημειώσεις επεξεργασία
- χρησιμοποιείται συνήθως επιτιμητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συλλήβδην - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας