Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συγχωρέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχωρώ
  2. θα συγχωρέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχωρώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

συγχωρέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγχώρεση