Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στράφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική israf (σπατάλη) < αραβική إسراف (isrāf, άσωτος)

  Επίρρημα επεξεργασία

στράφι

  • (μόνο σε εκφράσεις όπως το: "πάω στράφι") χαμένος, αναξιοποίητος, σπαταλημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία