σταυροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασταυροδοτώ
- (πολιτική) επιλέγω και καταδεικνύω τον επιθυμητό υποψήφιο σε εκλογική αναμέτρηση με σταυρό προτίμησης
- Με τις ψήφους των κομμάτων της συγκυβέρνησης ενέκρινε χτες η ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών, με το οποίο καθορίζεται ότι η εκλογή των ευρωβουλευτών θα γίνεται με σταυροδοσία και όχι με λίστα, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, ενώ προβλέπονται ρυθμίσεις που τροποποιούν συνολικά τον τρόπο διεξαγωγής των ευρωεκλογών. Το νομοσχέδιο προβλέπει, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι ψηφοφόροι θα σταυροδοτήσουν έως 4 υποψήφιους. (*)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σταυροδοσία
- → δείτε τις λέξεις σταυρός και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταυροδοτώ | σταυροδοτούσα | θα σταυροδοτώ | να σταυροδοτώ | σταυροδοτώντας | |
β' ενικ. | σταυροδοτείς | σταυροδοτούσες | θα σταυροδοτείς | να σταυροδοτείς | (σταυροδότει) | |
γ' ενικ. | σταυροδοτεί | σταυροδοτούσε | θα σταυροδοτεί | να σταυροδοτεί | ||
α' πληθ. | σταυροδοτούμε | σταυροδοτούσαμε | θα σταυροδοτούμε | να σταυροδοτούμε | ||
β' πληθ. | σταυροδοτείτε | σταυροδοτούσατε | θα σταυροδοτείτε | να σταυροδοτείτε | σταυροδοτείτε | |
γ' πληθ. | σταυροδοτούν(ε) | σταυροδοτούσαν(ε) | θα σταυροδοτούν(ε) | να σταυροδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σταυροδότησα | θα σταυροδοτήσω | να σταυροδοτήσω | σταυροδοτήσει | ||
β' ενικ. | σταυροδότησες | θα σταυροδοτήσεις | να σταυροδοτήσεις | σταυροδότησε | ||
γ' ενικ. | σταυροδότησε | θα σταυροδοτήσει | να σταυροδοτήσει | |||
α' πληθ. | σταυροδοτήσαμε | θα σταυροδοτήσουμε | να σταυροδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | σταυροδοτήσατε | θα σταυροδοτήσετε | να σταυροδοτήσετε | σταυροδοτήστε | ||
γ' πληθ. | σταυροδότησαν σταυροδοτήσαν(ε) |
θα σταυροδοτήσουν(ε) | να σταυροδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταυροδοτήσει | είχα σταυροδοτήσει | θα έχω σταυροδοτήσει | να έχω σταυροδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταυροδοτήσει | είχες σταυροδοτήσει | θα έχεις σταυροδοτήσει | να έχεις σταυροδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταυροδοτήσει | είχε σταυροδοτήσει | θα έχει σταυροδοτήσει | να έχει σταυροδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταυροδοτήσει | είχαμε σταυροδοτήσει | θα έχουμε σταυροδοτήσει | να έχουμε σταυροδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταυροδοτήσει | είχατε σταυροδοτήσει | θα έχετε σταυροδοτήσει | να έχετε σταυροδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταυροδοτήσει | είχαν σταυροδοτήσει | θα έχουν σταυροδοτήσει | να έχουν σταυροδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταυροδοτώ
|