Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταυροδοτώ < σταυρός + -ο- + -δοτώ

  Ρήμα επεξεργασία

σταυροδοτώ

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία