σταντ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταντ < αγγλική stand < αγγλοσαξονική standan < πρωτογερμανική *standaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steh₂-
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταντ ουδέτερο άκλιτο
- (προφορικό) κατασκευή για τοποθέτηση ποικίλων αντικειμένων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταντ
|