Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάλαγκ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Stalag, συγκοπή του Stammlager (→ δείτε τις λέξεις Stamm και Lager): κυριολεκτικά: κύριο στρατόπεδο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάλαγκ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία