στάλαγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στάλαγκ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Stalag, συγκοπή του Stammlager (→ δείτε τις λέξεις Stamm και Lager): κυριολεκτικά: κύριο στρατόπεδο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάλαγκ ουδέτερο άκλιτο
- (ιστορία, σπάνιο) στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου (ή, γενικότερα, στρατόπεδο συγκέντρωσης) της Ναζιστικής Γερμανίας
- ※ Μέσα ήταν η ταυτότητά του, ένα μετάλλινο ορθογώνιο, διάτρητο στη μέση κι απάνω τα στοιχεία του φίλου μου: Στάλαγκ VI C. Νο 114.003
- Όμηρος Πέλλας, Στάλαγκ VI C. Ημερολόγιο της ομηρίας [11962], βιβλιοnet, περίληψη-παρουσίαση· πρόσβαση: 2020-12-17.
- ※ Άουσβιτς, 1943-1945. Από την Κόλαση, κανένας δε γυρίζει αλώβητος. Ο κόσμος της Γκρέτε είχε μπατάρει ολόκληρος όταν ένα πρωί, πέρα απ' το συρματόπλεγμα του γυναικείου στάλαγκ, είδε τον άντρα της να μπαίνει με σκυφτό κεφάλι στην ουρά για το κρεματόριο
- ⌘ Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα]. Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 17. ISBN 960-04-0042-3.
- ※ Λαμπρή σελίδα στην ιστορία των αποδράσεων γράφτηκε στο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου «Στάλαγκ Λουφτ ΙΙΙ», κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
- Φίλιππος Χατζόπουλος, «Οι μεγαλύτερες αποδράσεις και οι εφευρετικοί κρατούμενοι», Η Καθημερινή Online (25 Φεβρουαρίου 2009)· πρόσβαση: 2020-12-17.
- ※ Μέσα ήταν η ταυτότητά του, ένα μετάλλινο ορθογώνιο, διάτρητο στη μέση κι απάνω τα στοιχεία του φίλου μου: Στάλαγκ VI C. Νο 114.003
Μεταφράσεις
επεξεργασία στάλαγκ
|