σπρώχνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπρώχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω
Ρήμα
επεξεργασίασπρώχνομαι
- μέση-παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω
- σπρώχνοντας άλλους προχωρώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπρώχνομαι | σπρωχνόμουν(α) | θα σπρώχνομαι | να σπρώχνομαι | ||
β' ενικ. | σπρώχνεσαι | σπρωχνόσουν(α) | θα σπρώχνεσαι | να σπρώχνεσαι | (σπρώχνου) | |
γ' ενικ. | σπρώχνεται | σπρωχνόταν(ε) | θα σπρώχνεται | να σπρώχνεται | ||
α' πληθ. | σπρωχνόμαστε | σπρωχνόμαστε σπρωχνόμασταν |
θα σπρωχνόμαστε | να σπρωχνόμαστε | ||
β' πληθ. | σπρώχνεστε | σπρωχνόσαστε σπρωχνόσασταν |
θα σπρώχνεστε | να σπρώχνεστε | (σπρώχνεστε) | |
γ' πληθ. | σπρώχνονται | σπρώχνονταν σπρωχνόντουσαν |
θα σπρώχνονται | να σπρώχνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπρώχτηκα | θα σπρωχτώ | να σπρωχτώ | σπρωχτεί | ||
β' ενικ. | σπρώχτηκες | θα σπρωχτείς | να σπρωχτείς | σπρώξου | ||
γ' ενικ. | σπρώχτηκε | θα σπρωχτεί | να σπρωχτεί | |||
α' πληθ. | σπρωχτήκαμε | θα σπρωχτούμε | να σπρωχτούμε | |||
β' πληθ. | σπρωχτήκατε | θα σπρωχτείτε | να σπρωχτείτε | σπρωχτείτε | ||
γ' πληθ. | σπρώχτηκαν σπρωχτήκαν(ε) |
θα σπρωχτούν(ε) | να σπρωχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σπρωχτεί | είχα σπρωχτεί | θα έχω σπρωχτεί | να έχω σπρωχτεί | σπρωγμένος | |
β' ενικ. | έχεις σπρωχτεί | είχες σπρωχτεί | θα έχεις σπρωχτεί | να έχεις σπρωχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σπρωχτεί | είχε σπρωχτεί | θα έχει σπρωχτεί | να έχει σπρωχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σπρωχτεί | είχαμε σπρωχτεί | θα έχουμε σπρωχτεί | να έχουμε σπρωχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σπρωχτεί | είχατε σπρωχτεί | θα έχετε σπρωχτεί | να έχετε σπρωχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σπρωχτεί | είχαν σπρωχτεί | θα έχουν σπρωχτεί | να έχουν σπρωχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σπρωγμένος - είμαστε, είστε, είναι σπρωγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σπρωγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σπρωγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σπρωγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σπρωγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σπρωγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σπρωγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπρώχνομαι
|