Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπρώχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω

  Ρήμα επεξεργασία

σπρώχνομαι

  1. μέση-παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω
  2. σπρώχνοντας άλλους προχωρώ
     συνώνυμα: συνωθούμαι

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία