σπονάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπονάρω < σπον + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική spawn
Ρήμα
επεξεργασίασπονάρω, αόρ.: σπονάρισα/σπόναρα (χωρίς παθητική φωνή)
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) εμφανίζομαι στην πίστα σε διαδικτυακό παιχνίδι
- ⮡ (για πρόσωπο) Μια φορά επέλεξα να κάνω σπον στην τούνδρα και, πριν καν δω που σπόναρα, μου είπε πως σκοτώθηκα από σπαθόδοντα!
- ⮡ (για αντικείμενο) Θραύσματα οψιανού σπονάρουν μόνο σε ηφαίστεια.
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπονάρω | σπόναρα | θα σπονάρω | να σπονάρω | σπονάροντας | |
β' ενικ. | σπονάρεις | σπόναρες | θα σπονάρεις | να σπονάρεις | σπόναρε | |
γ' ενικ. | σπονάρει | σπόναρε | θα σπονάρει | να σπονάρει | ||
α' πληθ. | σπονάρουμε | σπονάραμε | θα σπονάρουμε | να σπονάρουμε | ||
β' πληθ. | σπονάρετε | σπονάρατε | θα σπονάρετε | να σπονάρετε | σπονάρετε | |
γ' πληθ. | σπονάρουν(ε) | σπόναραν σπονάραν(ε) |
θα σπονάρουν(ε) | να σπονάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπονάρισα | θα σποναρίσω | να σποναρίσω | σποναρίσει | ||
β' ενικ. | σπονάρισες | θα σποναρίσεις | να σποναρίσεις | σπονάρισε | ||
γ' ενικ. | σπονάρισε | θα σποναρίσει | να σποναρίσει | |||
α' πληθ. | σποναρίσαμε | θα σποναρίσουμε | να σποναρίσουμε | |||
β' πληθ. | σποναρίσατε | θα σποναρίσετε | να σποναρίσετε | σποναρίστε | ||
γ' πληθ. | σπονάρισαν σποναρίσαν(ε) |
θα σποναρίσουν(ε) | να σποναρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σποναρίσει | είχα σποναρίσει | θα έχω σποναρίσει | να έχω σποναρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σποναρίσει | είχες σποναρίσει | θα έχεις σποναρίσει | να έχεις σποναρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σποναρίσει | είχε σποναρίσει | θα έχει σποναρίσει | να έχει σποναρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σποναρίσει | είχαμε σποναρίσει | θα έχουμε σποναρίσει | να έχουμε σποναρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σποναρίσει | είχατε σποναρίσει | θα έχετε σποναρίσει | να έχετε σποναρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σποναρίσει | είχαν σποναρίσει | θα έχουν σποναρίσει | να έχουν σποναρίσει |
|