Ετυμολογία

επεξεργασία
σπονάρω < σπον + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική spawn

σπονάρω, αόρ.: σπονάρισα/σπόναρα (χωρίς παθητική φωνή)

⮡  (για πρόσωπο) Μια φορά επέλεξα να κάνω σπον στην τούνδρα και, πριν καν δω που σπόναρα, μου είπε πως σκοτώθηκα από σπαθόδοντα!
⮡  (για αντικείμενο) Θραύσματα οψιανού σπονάρουν μόνο σε ηφαίστεια.

Παράγωγα

επεξεργασία
  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σπόναρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σπονάρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία