σπιροσκόπιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπιροσκόπιον < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spiroscope < λατινική spiro + αρχαία ελληνική σκοπέω. Μορφολογικά αναλύεται σε σπιρο- (< λατινική spiro: αναπνέω, φυσώ) + -σκόπιον (< σκοπέω-ῶ: παρατηρώ).
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιροσκόπιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα, σπάνιο, ιατρική) όργανο για τη μέτρηση της αναπνευστικής ικανότητας των πνευμόνων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπιροσκόπιον
Πηγές
επεξεργασία- Γεώργιος Ι. Μιχαηλίδης, Αγγλοελληνικόν λεξικόν των ιατρικών όρων (Αθήνα: Ηλίας Κωνσταντάρας, ²1973), σ. 663.