σπάρινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπάρινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sparring
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπάρινγκ ουδέτερο, άκλιτο
- (νεολογισμός, αθλητισμός) προπόνηση με μορφή «χαλαρού» αγώνα σε διάφορα μαχητικά αθλήματα και πολεμικές τέχνες, όπως η πυγμαχία, η ξιφασκία, το καράτε κ.λπ., όπου οι αθλητές διαγωνίζονται τηρώντας μια σειρά από συμφωνημένους κανόνες που έχουν ως στόχο την ελαχιστοποίηση των τραυματισμών