Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπάρινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sparring

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπάρινγκ ουδέτερο, άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία