σοφρίτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σοφρίτο < (άμεσο δάνειο) βενετική soffritto (τσιγαρισμένος)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /soˈfɾi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φρί‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοφρίτο ουδέτερο άκλιτο
- (φαγητά) παραδοσιακό κερκυραϊκό πιάτο με φέτες μοσχαρίσιου κρέατος, κρασί, μαϊντανό και σκόρδο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σοφρίτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοφρίτο
|