σμπαραλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σμπαραλιάζω < σμπαράλ(ια) + -ιάζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zba.ɾaˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμπα‐ρα‐λιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασμπαραλιάζω, αόρ.: σμπαράλιασα, π.αόρ.: σμπαραλιάστηκα, μτχ.π.π.: σμπαραλιασμένος
- κομματιάζω, θρυμματίζω
- (οικείο) δημιουργώ ψυχική ή σωματική κούραση σε έναν άνθρωπο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σμπαραλιάζω | σμπαράλιαζα | θα σμπαραλιάζω | να σμπαραλιάζω | σμπαραλιάζοντας | |
β' ενικ. | σμπαραλιάζεις | σμπαράλιαζες | θα σμπαραλιάζεις | να σμπαραλιάζεις | σμπαράλιαζε | |
γ' ενικ. | σμπαραλιάζει | σμπαράλιαζε | θα σμπαραλιάζει | να σμπαραλιάζει | ||
α' πληθ. | σμπαραλιάζουμε | σμπαραλιάζαμε | θα σμπαραλιάζουμε | να σμπαραλιάζουμε | ||
β' πληθ. | σμπαραλιάζετε | σμπαραλιάζατε | θα σμπαραλιάζετε | να σμπαραλιάζετε | σμπαραλιάζετε | |
γ' πληθ. | σμπαραλιάζουν(ε) | σμπαράλιαζαν σμπαραλιάζαν(ε) |
θα σμπαραλιάζουν(ε) | να σμπαραλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σμπαράλιασα | θα σμπαραλιάσω | να σμπαραλιάσω | σμπαραλιάσει | ||
β' ενικ. | σμπαράλιασες | θα σμπαραλιάσεις | να σμπαραλιάσεις | σμπαράλιασε | ||
γ' ενικ. | σμπαράλιασε | θα σμπαραλιάσει | να σμπαραλιάσει | |||
α' πληθ. | σμπαραλιάσαμε | θα σμπαραλιάσουμε | να σμπαραλιάσουμε | |||
β' πληθ. | σμπαραλιάσατε | θα σμπαραλιάσετε | να σμπαραλιάσετε | σμπαραλιάστε | ||
γ' πληθ. | σμπαράλιασαν σμπαραλιάσαν(ε) |
θα σμπαραλιάσουν(ε) | να σμπαραλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σμπαραλιάσει | είχα σμπαραλιάσει | θα έχω σμπαραλιάσει | να έχω σμπαραλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σμπαραλιάσει | είχες σμπαραλιάσει | θα έχεις σμπαραλιάσει | να έχεις σμπαραλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σμπαραλιάσει | είχε σμπαραλιάσει | θα έχει σμπαραλιάσει | να έχει σμπαραλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σμπαραλιάσει | είχαμε σμπαραλιάσει | θα έχουμε σμπαραλιάσει | να έχουμε σμπαραλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σμπαραλιάσει | είχατε σμπαραλιάσει | θα έχετε σμπαραλιάσει | να έχετε σμπαραλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σμπαραλιάσει | είχαν σμπαραλιάσει | θα έχουν σμπαραλιάσει | να έχουν σμπαραλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρυμματίζω
→ δείτε τη λέξη θρυμματίζω |
σωματική ή ψυχική κούραση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σμπαραλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας