Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουλί < μεσαιωνική ελληνική σκουλλίν < σκολλίον < αρχαία ελληνική σκόλλυς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουλί ουδέτερο

  1. δεσμίδα νήματος, ματσάκι
  2. τούφα, τσουλούφι
  3. θηλιά σε υφαντό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία