↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκουλάτος η σκουλάτη το σκουλάτο
      γενική του σκουλάτου της σκουλάτης του σκουλάτου
    αιτιατική τον σκουλάτο τη σκουλάτη το σκουλάτο
     κλητική σκουλάτε σκουλάτη σκουλάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκουλάτοι οι σκουλάτες τα σκουλάτα
      γενική των σκουλάτων των σκουλάτων των σκουλάτων
    αιτιατική τους σκουλάτους τις σκουλάτες τα σκουλάτα
     κλητική σκουλάτοι σκουλάτες σκουλάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουλάτος < σκουλ(ί) (θηλιά) + -άτος

  Επίθετο

επεξεργασία

σκουλάτος, -η, -ο

  • (υφαντική) για υφαντό του οποίου η επιφάνεια δεν είναι λεία, αλλά με θηλιές που δημιουργούν διακοσμητικά θέματα
    κουκουλωνότανε η Μαργιώ με μια σκουλάτη μπατανία κόκκινη (Μέλπω Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, 1946)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία