σκαρδαμύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαρδαμύσσω < αρχαία ελληνική σκαρδαμύσσω
Ρήμα
επεξεργασίασκαρδαμύσσω
- (λόγιο) (παρωχημένο) ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλεφαρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκαρδαμύσσω (& αττικός τύπος σκαρδαμύττω)
- ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλεφαρίζω