• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σκαρδαμύσσω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ρήμα
      • 2.2.1 Συγγενικά
      • 2.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαρδαμύσσω < αρχαία ελληνική σκαρδαμύσσω

  Ρήμα

επεξεργασία

σκαρδαμύσσω

  • (λόγιο) (παρωχημένο) ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλεφαρίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σκαρδαμύσσω
  • αγγλικά : wink (en), blink (en)

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαρδαμύσσω < σκαίρω + μύω

  Ρήμα

επεξεργασία

σκαρδαμύσσω (& αττικός τύπος  σκαρδαμύττω)

  • ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλεφαρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ἀσκαρδαμυκτεί
  • ἀσκαρδαμυκτί
  • ἀσκαρδάμυκτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σκαρδαμύσσω
  • λατινικά : nicto (la)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκαρδαμύσσω&oldid=5513171"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 14:57

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 14:57.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας