Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀσκαρδαμυκτεί < ἀσκαρδάμυκτος + -εί < σκαρδαμύσσω

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀσκαρδαμυκτεί (& ἀσκαρδαμυκτί)

  • χωρίς να ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, ατενώς

Συγγενικά

επεξεργασία