ένα σκέιτμπορντ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκέιτμπορντ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκέιτμπορντ ουδέτερο άκλιτο

  • παιχνίδι γλιστρήματος, είδος σανίδας με τέσσερις (συνήθως) μικρές ρόδες. Μοιάζει κάπως με το πατίνι
  • ξύλινος σκελετός που προσαρμόζεται στη σόλα του παπουτσιού και στον οποίο είναι προσαρτημένο σετ τροχών για ολίσθηση σε επιφάνεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία