skateboard
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- skateboard < (άμεσο δάνειο) αγγλική skateboard
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
skateboard | skateboards |
skateboard (fr) αρσενικό
- (αγγλισμός) το σκέιτμπορντ