Ετυμολογία

επεξεργασία
σισπανσιόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική suspension < λατινική suspensio (κάμαρα, θόλος) < suspensus (κρεμαστός, μετέωρος), μετοχή του suspendo (κρεμάω) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.spanˈsçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐σπαν‐σιόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σισπανσιόν θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

& παρωχημένη γραφή:

  • συσπανσιόν (μη απλοποιημένη γραφή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «σισπανσιόν» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. «σισπα(ν)σιόν κ. σουσπα(ν)σιόν» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)