σιρκουΐ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιρκουΐ < (άμεσο δάνειο) γαλλική circuit < circle < cycle < υστερολατινική cyclus < αρχαία ελληνική κύκλος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιρκουΐ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) (ηλεκτρολογία) άλλη μορφή του σιρκουί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιρκουΐ
|