σιμουλτανέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιμουλτανέ < γαλλική simultané < λατινική simul < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḗm (ένας) < * sem (μαζί)
Επίρρημα επεξεργασία
σιμουλτανέ
- την ίδια στιγμή
- διεξαγωγή αγώνα (συνήθως επίδειξης) στο σκάκι, στη διάρκεια του οποίου ένας έμπειρος σκακιστής (π.χ. γκρανμέτρ) παίζει ταυτόχρονα με πολλούς αντιπάλους
- Συχνά έχουμε αναφερθεί στους διαφορετικούς τρόπους παιξίματος του πνευματικού μας αθλήματος, ένας από τους οποίους είναι και ο αγώνας «Σιμουλτανέ», όπου ένας ισχυρός μετρ αντιμετωπίζει ταυτόχρονα έναν μεγάλο αριθμό αντιπάλων κατώτερων κατηγοριών. (*)