σιγομαγειρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ɣo.ma.ʝiˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γο‐μα‐γει‐ρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίασιγομαγειρεύω
- (γαστρονομία) μαγειρεύω σε χαμηλή θερμοκρασία και με αργό ρυθμό
- ※ Σκεπάζω την κατσαρόλα, χαμηλώνω τη φωτιά τόσο ώστε ίσα να ανακινείται το υγρό και να εγκλωβίζεται ο ατμός στο σκεύος, και σιγομαγειρεύω για 5-6 ώρες.
- Χριστόφορος Πέσκιας, Κατσίκι πατατάτο, σιγομαγειρεμένο, από την Αμοργό, gastronomos.gr
- ※ Σκεπάζω την κατσαρόλα, χαμηλώνω τη φωτιά τόσο ώστε ίσα να ανακινείται το υγρό και να εγκλωβίζεται ο ατμός στο σκεύος, και σιγομαγειρεύω για 5-6 ώρες.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιγομαγειρεύω | σιγομαγείρευα | θα σιγομαγειρεύω | να σιγομαγειρεύω | σιγομαγειρεύοντας | |
β' ενικ. | σιγομαγειρεύεις | σιγομαγείρευες | θα σιγομαγειρεύεις | να σιγομαγειρεύεις | σιγομαγείρευε | |
γ' ενικ. | σιγομαγειρεύει | σιγομαγείρευε | θα σιγομαγειρεύει | να σιγομαγειρεύει | ||
α' πληθ. | σιγομαγειρεύουμε | σιγομαγειρεύαμε | θα σιγομαγειρεύουμε | να σιγομαγειρεύουμε | ||
β' πληθ. | σιγομαγειρεύετε | σιγομαγειρεύατε | θα σιγομαγειρεύετε | να σιγομαγειρεύετε | σιγομαγειρεύετε | |
γ' πληθ. | σιγομαγειρεύουν(ε) | σιγομαγείρευαν σιγομαγειρεύαν(ε) |
θα σιγομαγειρεύουν(ε) | να σιγομαγειρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιγομαγείρεψα | θα σιγομαγειρέψω | να σιγομαγειρέψω | σιγομαγειρέψει | ||
β' ενικ. | σιγομαγείρεψες | θα σιγομαγειρέψεις | να σιγομαγειρέψεις | σιγομαγείρεψε | ||
γ' ενικ. | σιγομαγείρεψε | θα σιγομαγειρέψει | να σιγομαγειρέψει | |||
α' πληθ. | σιγομαγειρέψαμε | θα σιγομαγειρέψουμε | να σιγομαγειρέψουμε | |||
β' πληθ. | σιγομαγειρέψατε | θα σιγομαγειρέψετε | να σιγομαγειρέψετε | σιγομαγειρέψτε | ||
γ' πληθ. | σιγομαγείρεψαν σιγομαγειρέψαν(ε) |
θα σιγομαγειρέψουν(ε) | να σιγομαγειρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιγομαγειρέψει | είχα σιγομαγειρέψει | θα έχω σιγομαγειρέψει | να έχω σιγομαγειρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις σιγομαγειρέψει | είχες σιγομαγειρέψει | θα έχεις σιγομαγειρέψει | να έχεις σιγομαγειρέψει | έχε σιγομαγειρε(υ)μένο | |
γ' ενικ. | έχει σιγομαγειρέψει | είχε σιγομαγειρέψει | θα έχει σιγομαγειρέψει | να έχει σιγομαγειρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιγομαγειρέψει | είχαμε σιγομαγειρέψει | θα έχουμε σιγομαγειρέψει | να έχουμε σιγομαγειρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε σιγομαγειρέψει | είχατε σιγομαγειρέψει | θα έχετε σιγομαγειρέψει | να έχετε σιγομαγειρέψει | έχετε σιγομαγειρε(υ)μένο | |
γ' πληθ. | έχουν σιγομαγειρέψει | είχαν σιγομαγειρέψει | θα έχουν σιγομαγειρέψει | να έχουν σιγομαγειρέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σιγομαγειρε(υ)μένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σιγομαγειρε(υ)μένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σιγομαγειρε(υ)μένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σιγομαγειρε(υ)μένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιγομαγειρεύω
|