σιγαλόφωνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιγαλόφωνα < σιγαλόφωνος + -α < αρχαία ελληνική σιγαλός (δωρικός τύπος του σιγηλός) + φωνή
Επίρρημα επεξεργασία
σιγαλόφωνα
- με σιγαλόφωνο τρόπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιγαλόφωνα
|