Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σαρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαρώνω
  2. θα σαρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σαρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σάρωση