Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμόσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμόσα θηλυκό

  • γεμιστό αρτοσκεύασμα της μεσανατολικής και νοτιοασιατικής κουζίνας

  Μεταφράσεις επεξεργασία