σαλαγάω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλαγάω < σαλαγ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σαλαγῶ (ταρακουνάω -για θάλασσα-) συνηρημένος τύπος του σαλαγέω (/σαλάσσω)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.laˈɣa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λα‐γά‐ω
Ρήμα επεξεργασία
σαλαγάω, αόρ.: σαλάγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- οδηγώ το κοπάδι με κατάλληλα σφυρίγματα ή βοές
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- → δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική σαλαγῶ (κάνω θόρυβο)
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλαγάω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σαλαγώ, σαλαγάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).