Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Έπιπλο σε στιλ ροκοκό

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροκοκό < (λόγιο δάνειο) γαλλική rococo[1] < rocaille (< roc < λατινικά rocca) + barroco

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροκοκό ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία